μέσσαυλος

μέσσαυλος
μέσσαυλος (-ον)
See also: s. μέταυλος.
Page in Frisk: 2,215

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μέσσαυλος — μέσσαυλος, ον (Α) (επικ. τ.) βλ. μέσαυλος …   Dictionary of Greek

  • μέσσαυλος — μέσαυλος the inner court masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσαυλος — μέσαυλος, ον (ΑM, Α επικ. τ. μέσσαυλος, ον, αττ. τ. μέταυλος, ον) το θηλ. ως ουσ. ἡ μέταυλος (ενν. θύρα) πόρτα μεταξύ τής αυλής και τού εσωτερικού τμήματος τού σπιτιού η οποία οδηγούσε από την αυλή προς τα δωμάτια τών γυναικών ή πολύ συχνά μέσω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”