- μέσσαυλος
- μέσσαυλος (-ον)See also: s. μέταυλος.Page in Frisk: 2,215
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
μέσσαυλος — μέσσαυλος, ον (Α) (επικ. τ.) βλ. μέσαυλος … Dictionary of Greek
μέσσαυλος — μέσαυλος the inner court masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσαυλος — μέσαυλος, ον (ΑM, Α επικ. τ. μέσσαυλος, ον, αττ. τ. μέταυλος, ον) το θηλ. ως ουσ. ἡ μέταυλος (ενν. θύρα) πόρτα μεταξύ τής αυλής και τού εσωτερικού τμήματος τού σπιτιού η οποία οδηγούσε από την αυλή προς τα δωμάτια τών γυναικών ή πολύ συχνά μέσω… … Dictionary of Greek